Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλού [apokalú] adv (written also από καλού)
- favorably, agreeably, sympathetically (syn phr με καλό μάτι):
- poem τι από καλού αν εκείνη σ' έπαιρνε κι από συμπάθιο, θα 'χες | ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να δεις κλ (Homer Od 6.313 Kaz-Kakr)
[cpd fr phr από καλού (sc ματιού)]
- favorably, agreeably, sympathetically (syn phr με καλό μάτι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλούμενος, -η, -ο [apokalúmenos] (L)
- so-called, called (syn λεγόμενος):
- οι αποκαλούμενοι πλούσιοι λαοί |
- η κυβέρνηση απορρίπτει την αποκαλούμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική |
- ο ~ υπόκοσμος είναι ο κύριος φορεύς των ελληνικών παραδόσεων (IPetrop)
[fr kath αποκαλούμενος, prpp of αποκαλώ]
- so-called, called (syn λεγόμενος):



