Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαθαίρω [apokaθéro] aor απεκάθαρα (subj αποκαθάρω), pf έχω αποκαθάρει, mediop αποκαθαίρομαι, aor subj αποκαθαρθώ
- ① make free of, purge, cleanse (near-syn απαλλάσσω 2):
- αποκαθαίρουν τη γλώσσα από βαρβαρισμούς |
- απεκάθαραν τον ανατολικό ρυθμό από το πάθος (Papantoniou) |
- αγωνίστηκε να αποκαθάρει την αστρονομία από τις τερατολογίες των αστρολόγων (Tatakis) |
- έργο της τραγικής ποίησης είναι ν' αποκαθάρει την ψυχή από το φόβο (Papanoutsos)
- ⓐ cleanse, purify (syn αποκαθαρίζω, εξαγνίζω):
- οι αρματολοί αποκαθαίρουν τον ρύπο του ραγιαδισμού (Vacalop) |
- η θρησκευτική πνοή αποκαθαίρει τους σκλάβους Έλληνες (id., adapted) |
- όταν ο παιδαγωγός αποκαθάρει την ερωτική του διάθεση, τότε ο νέος τον αγαπά (Papanoutsos)
- ② clean up, purge (syn εκκαθαρίζω):
- τα βυζαντινά στρατεύματα, που αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους, αποκαθαίρονται και σχηματίζονται από εντοπίους (Vacalop)
- ⓑ mi αποκαθαίρομαι purge or cleanse o.s. of, get rid of (near-syn απαλλάσσομαι 2b):
- υποβοηθεί τα πρόσωπα ν' αποκαθαρθούν από την υλικότητα (Platis) |
- ο μαθητής δηλώνει ότι έχει αποκαθαρθεί από κάθε αμφιβολία και δισταγμό (Vacalop)
- ③ make clear, clarify (syn ξεκαθαρίζω):
- οι διδάσκαλοι δεν έχουν αποκαθάρει τις έννοιές τους (Papanoutsos)
[fr kath αποκαθαίρω ← PatrG, K, AG]
- ① make free of, purge, cleanse (near-syn απαλλάσσω 2):