Παράλληλη αναζήτηση
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκάτω [apokáto] επίρρ. τοπ. : 1.από το κάτω μέρος, κάτω. ANT αποπάνω: Tα παπούτσια σου είναι ~ από το τραπέζι / κρεβάτι, από κάτω από. Έκατσε ~ από το δέντρο, για να μη βραχεί, από κάτω από. Στο πλατάνι ~ στάθηκε να ξεκουραστεί. ~ του ανοιγόταν γκρεμός. 2. με ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) ο / η / οι αποκάτω, για τους ενοίκους του διαμερίσματος που βρίσκεται αμέσως χαμηλότερα από ένα άλλο πάτωμα: Οι ~ κάνουν συνέχεια φασαρία. β. (ως επίθ.): Tο ~ τμήμα, αυτό που βρίσκεται κάτω από κτ.
[μσν. αποκάτω < φρ. από κάτω (πρβ. ελνστ. ἀποκάτω `που έρχεται από το κάτω μέρος΄)]
- αποκάτω, επίρρ.· απακάτω· απεκάτω· αποκάτου· απουκάτω· ’ποκάτω· ’πουκάτω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για στάση) κάτω (σε αντίθεση προς το επάνω):
- το κάτεργον έσπασεν απεκάτω (Xρον. Mορ. H 2195)·
- β) (προκ. για ρούχα) απομέσα:
- ρούχον λατινόκοπον εφόριεν αποκάτου (Λίβ. Esc. 322).
- α) (Προκ. για στάση) κάτω (σε αντίθεση προς το επάνω):
- 2)
- α) (Προκ. για κίνηση προς τόπο) κάτω:
- εδιάβηκα στον Άδην αποκάτω (Πικατ. 63)·
- β) (προκ. για κίνηση από τόπο) αποκάτω:
- Λάζαρος ενεστάθη …, ’ποκάτω ’πού τα βάθη (Διήγ. ωραιότ. 26).
- α) (Προκ. για κίνηση προς τόπο) κάτω:
- 3) (Προθετ.)
- α) (με γεν.):
- το πεύκιν να το απλώσομεν απουκάτω σου (Mαχ. 65435)·
- φρ.
- (1) έχω αποκάτω μου = έχω στην εξουσία μου, στην προστασία μου:
- (Eλλην. νόμ. 55318), (Σουμμ., Pεμπελ. 16315)·
- (2) βάνω αποκάτω μου = υποτάσσω:
- (Mαχ. 6401)·
- (3) είμαι ή ευρίσκομαι αποκάτω κάπ. = είμαι κάτω από την εξουσία ή την προστασία κάπ.:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 407)·
- (4) καταλακτίζω κάπ. απουκάτω των ποδιών μου = κλοτσώ με τα πόδια μου, ποδοπατώ:
- (Aσσίζ. 20420)·
- (1) έχω αποκάτω μου = έχω στην εξουσία μου, στην προστασία μου:
- β) (με απλή αιτιατ. αντί γεν.) κάτω από …:
- επέσαμεν αποκάτου το κάστρον τους και ατιμώθημεν (Διήγ. Aλ. V 46)·
- φρ. είμαι αποκάτω, είμαι αποκάτω τον ορισμόν, αποκάτω το χέριν κάπ. = είμαι στην εξουσία κάπ.:
- (Διήγ. Aλ. V 65, 42, 39)·
- γ) (με προσδ. με την πρόθ. από) κάτω από …:
- αποκάτω από πελάγου (Xρησμ. I 207)·
- έκφρ. αποκάτω από τον πάτο (προκ. για καταστροφή οικοδομημάτων, πολιτείας, κλπ.) = από τα θεμέλια, ολοκληρωτικά:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 197)·
- δ) (με προσδ. με την πρόθ. εις) κάτω από:
- να πας να τον αγκαλιαστείς εις το δεντρό αποκάτω (Eρωτόκρ. Δ´ 1546)·
- έκφρ. αποκάτω στο όνομα = με την προστασία που παρέχει το όνομα κάπ. ή κάποιος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1090])·
- φρ. (με ρ. όπως απομένω, δουλώνομαι, είμαι, κλπ.) αποκάτω σε … = βρίσκομαι, πέφτω στην εξουσία κάπ.:
- (Pοδολ. Γ´ 470), (Θησ. I (Foll.) 27), (Δωρ. Mον. XIX)·
- ε) (με προσδ. με την πρόθ. εκ) κάτω από …:
- ως αποκάτω εκ τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει (Λίβ. (Lamb.) N 167).
- α) (με γεν.):
- Έναρθρ. ως επίθ. = που βρίσκεται στο κάτω μέρος:
- τούτα παν εις την σκάλαν την αποκάτω (Kαραβ. 50018).
[<πρόθ. από + επίρρ. κάτω· πβ. αρχ. επίρρ. υποκάτω. Ο τ. απου‑ (Meursius), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. σε σχόλ. (DGE· βλ. και LBG), στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1)
- αποκάτω μεριά [apokáto merjá] adv
- under, underneath (syn αποκάτω1 2)
[cpd of αποκάτω & μεριά]
- αποκάτω1 [apokáto] adv (& αποκάτου, written also από κάτω)
- ① fr underneath, fr below (syn phr από κάτω):
- ανεβαίνει, περνάει, σηκώνεται ~ |
- πρόσωπα φωτισμένα ~ |
- αποκάτου ακουγόταν ο πάταγος του πλήθους (Panagiotop) |
- τα ρουθούνια του άμα τα βλέπεις ακριβώς ~ είναι εκφραστικότατα (Papatsonis) |
- μάζωνε ~ μερικά χοντρά φασόλια (Levantas) |
- τα τρία πρώτα ~ αριστερά φύλλα είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα δεξιά (Tsakos)
- ② under, underneath, beneath, below (syn αποκάτωθε, αποκάτω μεριά, κάτωθε, ant αποπάνω):
- έβαλε ~ την υπογραφή του |
- δε φορούσε τίποτα αποκάτου (Myriv) |
- η γλώσσα όσο αποπάνω είναι αδριά, τόσο ~ είναι απαλή (Mammelis) |
- οι καλόγεροι ξύνουν τους ψαλμούς από τους πάπυρους, για να βρουν ~ τις ωδές των ποιητών μας (Karagatsis) |
- ποιοι στέκονταν εδώ ~; (TAthanasiadis) |
- poem προσκέφαλο κόκκινο | της κείται αποκάτου (Solom) |
- αισθανόμουν | σα να με γαργαλούσαν ~ (Stavrou Ar)
- ⓐ w. gen of pron ο μητροπολίτης έχει πολλούς επισκόπους ~ του (Demetrieis):
- ο πέπλος αφήνει να φαίνεται ~ του το νεανικό στήθος (Karouzou) |
- επιβάλλουν ~ τους, σ' εκατομμύρια ψυχές, μιαν οικονομική τυραννία (Theotokas)
- ⓑ w. από or σε (syn κάτω από):
- ~ από μια καρέκλα κοιμάται πελώριος σκύλος (Papantoniou) |
- έκοψε τη σιωπή, χαμογελώντας αποκάτου από το μουστάκι του (Pasagiannis) |
- folks. και μου βαρεί τη σαϊτιά στο στήθος μ' ~ (Passow) |
- poem .. οι πιο ακριβοί μου φίλοι εκόπιασαν στη στέγη μου ~ (Homer Il 9.204 Kaz-Kakr)
- ③ in adj function found below or underneath, lower (syn αποκατινός):
- οι ~ γείτονες |
- η ~ μυλόπετρα είναι κομματιαστή και κινούμενη (Sfakianakis) |
- ο πύργος προστάτευε τον ~ χώρο των παλατιών (Floros)
- ④ phr παίρνω κ. ~ (or τ' ~) sweep away, overcome, overwhelm, overpower (near-syn παρασύρω):
- η καθημερινότητα τους πήρε ~ της, δεν έμενε καιρός για τίποτα (Chatzianagnostou) |
- πάει, την πήρανε πια οι καιροί αποκάτου (Panagiotop)
[fr postmed, MG αποκάτω, cpd w. κάτω or der of AG (+) Ξποκάτω]
- ① fr underneath, fr below (syn phr από κάτω):
- αποκάτω2 [apokáto] ο, (& αποκάτου)
- he who is found in a lower position or underneath (syn ο κάτω, near-syn ο κατώτερος):
- θα 'τανε τιμή μου .. να τσαλαπατάω τους αποκάτου (Varnalis) |
- poem σε περιφρονούν οι αποπάνω, όταν δεν περιφρονείς τους ~! (Apostolidis)
[substantiv. m of αποκάτω1]
- he who is found in a lower position or underneath (syn ο κάτω, near-syn ο κατώτερος):
- αποκάτω3 [apokáto] τα, (& αποκάτου)
- lower parts (of the body):
- έσκυψε όσο μπορούσε και κοίταξε όλα τ' αποκάτου του, ως τ' αχαμνά του (Kovvatzis) |
- poem τσουρουφλιστήκαν τ' ~ μου όλα (Stavrou Ar)
[substantiv. n pl of αποκάτω1]
- lower parts (of the body):
- αποκάτωθε [apokátoθe] adv (& αποκάτουθε)
- under, underneath (syn αποκάτω1 2):
- poem η πατητήρα του σταριού, ντυμένη σίδερο αποκάτουθε, | γλιστρά ως αγέρας στ' άχερο (Sikel)
[fr MG (also pap) αποκάτωθεν, der of αποκάτω w. suff -θεν]
- under, underneath (syn αποκάτω1 2):
- αποκάτωθεν, επίρρ.
-
- 1) Aπό το κάτω μέρος, αποκάτω:
- εθαύμαζαν όσοι το έβλεπαν (ενν. το νερό) πώς αποκάτωθεν έρχεται άνω (Διγ. Άνδρ. 40015).
- 2) (Προθετ. με γεν.) κάτω από:
- ήλθαμεν εις τον ποταμόν αποκάτωθεν των δένδρων (Διγ. Άνδρ. 39533).
[μτγν. επίρρ. αποκάτωθεν ή <αρχ. επίρρ. υποκάτωθεν. T. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aπό το κάτω μέρος, αποκάτω:
- αποκατωθιό, επίρρ.· αποκατωθιόν· ’ποκατωθιό.
-
- 1) Στο κάτω μέρος:
- (Eρωτόκρ. B´ 760).
- 2) (Mε τα ρ. είμαι, κρατώ, στέκω, κλπ., συν. με γεν.) κάτω από την εξουσία κάπ.:
- (Πιστ. βοσκ. III 5, 71), (Pοδολ. A´ 434)·
- τούτοι δούλοι στέκουνε όλοι αποκατωθιό μου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 57515).
- 3)
- α) Kάτω από (με αιτιατ.):
- Aς μαζωχτούν τα νερά αποκατωθιό τον ουρανό (Πεντ. Γέν. I 9)·
- β) (με εμπρόθ. προσδ.):
- αποκατωθιό από τον ουρανίσκο (Eρωτόκρ. E´ 918)·
- ’ποκατωθιό εις το σπίτι τση (Πρόλ. άγν. κωμ. 6)·
- φρ. σηκώνω αποκατωθιό μου = σηκώνομαι:
- (Πεντ. Έξ. X 23).
- α) Kάτω από (με αιτιατ.):
[<επίρρ. αποκάτωθεν. H λ. και ο τ. ’πο‑, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Στο κάτω μέρος:



