Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποικώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικώ [apikó] Ρ10.9α : μεταναστεύω· (πρβ. αποικίζω): Οι Έλληνες αποίκησαν στα παράλια της Mικράς Aσίας.

[λόγ. < αρχ. ἀποικῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go