Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικιοκράτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικιοκράτης ο [apikiokrátis] Ο10 : αυτός που υιοθετεί τη θεωρία και την πρακτική της αποικιοκρατίας: Kινήματα / εξεγέρσεις κατά των αποικιοκρατών.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κράτης απόδ. γαλλ. colonialiste & αγγλ. colonialist]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιοκράτης [apiciokrátis] ο, (L)
  • adherent or supporter of colonialism, colonialist:
    • έκδηλη είναι η φιλοδοξία των υποδούλων να ακολουθήσουν τους αποικιοκράτες στο πολιτιστικό τους επίπεδο (Palaiologos, adapted)

[fr kath (neol) αποικιοκράτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιοκράτηση [apiciokrátisi] η, (L)
  • subjugation by colonialist policies, colonialization:
    • προσπαθούν ν' αποτινάξουν την αμερικανική ~

[der of αποικιοκράτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες