Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποικιακά [apiciaká] τα, (L) obsolesc
- groceries imported fr former colonies (e.g. rice, coffee, spices etc), imported foodstuffs:
- κατάστημα εδωδίμων και αποικιακών grocery store (syn παντοπωλείο) |
- τα ~ είχαν πέσει έξω, οι πελάτες αρχίσανε να γίνονται σπάνιοι (Voutyras)
[fr kath τα αποικιακά (sc είδη, προϊόντα) substantiv. n pl of αποικιακός]
- groceries imported fr former colonies (e.g. rice, coffee, spices etc), imported foodstuffs:



