Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικιακά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιακά [apiciaká] τα, (L) obsolesc
  • groceries imported fr former colonies (e.g. rice, coffee, spices etc), imported foodstuffs:
    • κατάστημα εδωδίμων και αποικιακών grocery store (syn παντοπωλείο) |
    • τα ~ είχαν πέσει έξω, οι πελάτες αρχίσανε να γίνονται σπάνιοι (Voutyras)

[fr kath τα αποικιακά (sc είδη, προϊόντα) substantiv. n pl of αποικιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες