Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθυμώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθυμώ [apoθimó] -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) 1. επιθυμώ, ποθώ: Tον αποθύμησα και θέλω να τον δω. 2. νοσταλγώ: Aποθύμησε την πατρίδα του.

[μσν. αποθυμώ < αρχ. ἐπιθυμῶ παρετυμ. επι- > απο-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθυμώ s. επιθυμώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go