Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθησαύρισμα το [apoθisávrizma] Ο49 : η αποθησαύριση. || αυτό που αποθησαυρίστηκε.
[λόγ. αποθησαυρισ- (αποθησαυρίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθησαύρισμα [apoθisávrizma] το, (L)
- ① = αποθησαύριση 2:
- όταν λέμε μάθημα λεξιλογίου δεν εννοούμε ένα ~ φορμαλιστικό (Geros)
- ② treasured or preserved object:
- ο τόμος αυτός αποτελεί ένα ~ της παγκοσμίου ποιήσεως (Barlas) |
- τούτοι οι a priori όροι είναι ανεξάρτητοι απέναντι στα αποθησαυρίσματα της πείρας (Papanoutsos, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθησαύρισμα, der of αποθησαυρίζω]
- ① = αποθησαύριση 2:



