Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθησαυριστής [apoθisavristís] ο, (L)
- ① one who hoards, hoarder:
- ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος ευνόησε τους κερδοσκόπους και τους αποθησαυριστές (Panagiotop)
- ② one who collects and treasures sth as precious:
- θα ταξιδεύουν μαζί με τον άνθρωπο, αποθησαυριστές του πνευματικού του μόχθου (Tatakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθησαυριστής, der of αποθησαυρίζω]
- ① one who hoards, hoarder:



