Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηκούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηκούλα [apoθikúla] η,
  • little storeroom, storage closet:
    • στην ~ οι καθαρίστριες φύλαγαν τις σκούπες και τους κουβάδες |
    • βρίσκονταν σε κάποια ~ της μονοκατοικίας αρκετά αντίτυπα των μελετών (Glezos) |
    • εργαστήρια ονομάζετε αυτές τις αποθηκούλες; (Papanoutsos)

[der of αποθήκη w. suff -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες