Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθηκούλα [apoθikúla] η,
- little storeroom, storage closet:
- στην ~ οι καθαρίστριες φύλαγαν τις σκούπες και τους κουβάδες |
- βρίσκονταν σε κάποια ~ της μονοκατοικίας αρκετά αντίτυπα των μελετών (Glezos) |
- εργαστήρια ονομάζετε αυτές τις αποθηκούλες; (Papanoutsos)
[der of αποθήκη w. suff -ούλα]
- little storeroom, storage closet:



