Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθηκευτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθηκευτικός -ή -ό [apoθikeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αποθήκευση: ~ χώρος. Aποθηκευτική ικανότητα. || (ως ουσ.) τα αποθηκευτικά, τα χρήματα που πληρώνονται για τη φύλαξη σε αποθήκη εμπορευμάτων ή άλλων υλικών· αποθήκευτρα.

[λόγ. αποθηκεύ(ω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηκευτικός, -ή, -ό [apoθiceftikós] (L)
  • pertaining to, or used for, storage:
    • ~ χώρος |
    • αποθηκευτικό σκεύος |
    • παραλαμβάνουν ζάχαρη από δύο αποθηκευτικά κέντρα

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθηκευτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go