Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθείωση η [apoθíosi] Ο33 : (χημ.) μερική ή ολική απομάκρυνση του θείου ή των θειούχων ενώσεων από ένα βιομηχανικό προϊόν.
[λόγ. απο- θεί(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. αγγλ. desulphurization, desulphuration]



