Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθαμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποθαμός ο· απεθαμός.
  • Θάνατος:
    • (Bακτ. αρχιερ. 157).

[<αόρ. του αποθαίνω + κατάλ. μός. Τ. πεθ‑ σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθαμός [apoθamós] ο,
  • ① death (syn αποβίωση L, θάνατος, πεθαμός)
  • ② phr του αποθαμού (almost) to death (syn του πεθαμού):
    • αφού τον εραβδίσανε του αποθαμού, τον ερίξανε μέσα σ' ένα στάβλο (Prevelakis)

[fr MG αποθαμός, der of αποθαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go