Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθήκευτρα τα [apoθíkeftra] Ο42 : τα χρήματα που πληρώνονται για τη φύλαξη σε αποθήκη εμπορευμάτων ή άλλων υλικών· αποθηκευτικά.
[λόγ. αποθηκεύ(ω) -τρα 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθήκευτρα [apoθíceftra] τα, (L) = αποθηκευτικά
[fr kath (neol) τα αποθήκευτρα, der of αποθηκεύω; cf δίδακτρα, λύτρα etc]



