Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδυναμωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδυναμωμένος, -η, -ο [apo∂inamoménos] (L)
  • of reduced intensity or effectiveness, weakened (syn εξασθενημένος):
    • ο Φ. K. προτιμάει αποδυναμωμένες λέξεις και εκφράσεις από τις τολμηρές λέξεις και εκφράσεις (GIoannou)

[ppp of αποδυναμώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες