Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδοχές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδοχές οι [apoδoxés] Ο29 : το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει ένας εργαζόμενος ως αμοιβή σε κανονικά χρονικά διαστήματα: Kαθαρές / μηνιαίες / ετήσιες αποδοχές. Aύξηση / μείωση των αποδοχών. (έκφρ.) άνευ / μετ΄ αποδοχών, χωρίς ή με πληρωμή: Άδεια άνευ / μετ΄ αποδοχών.

[λόγ. πληθ. του αποδοχή σημδ. γαλλ. recouvrement `είσπραξη οφειλόμενου χρηματικού ποσού΄ (η λ. recouvrement μεταφράζει το αρχ. ἀποδοχή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go