Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδοτικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδοτικότητα η [apoδotikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποδοτικού: H αύξηση της αποδοτικότητας. || (οικον.) η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κέρδος και στην αξία του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε: H ~ είναι οικονομική έννοια που συνδέεται με το κέρδος και τις τιμές, ενώ η παραγωγικότητα σημαίνει την ποιοτική και ποσοτική βελτίωση της παραγωγής.

[λόγ. αποδοτικ(ός) -ότης > -ότητα σημδ. γαλλ. rentabilité]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδοτικότητα [apo∂otikótita] η, (L)
  • ① capacity to produce, productivity (syn παραγωγικότητα):
    • ~ του δάσους, της μηχανής |
    • εργατική δύναμη με μεγάλη ~ |
    • η φαντασία του Eλύτη φτάνει στον υπέρτατο βαθμό της αποδοτικότητάς της (Karantonis)
  • ⓐ profitability:
    • δεν υπάρχει ενδιαφέρον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, διότι η ~ των βασικών βιομηχανιών είναι μακροπρόθεσμη (Angelop, adapted)
  • ② effectiveness, efficiency, efficacy (syn αποτελεσματικότητα):
    • μέθοδοι αποδοτικότητας |
    • η ~ των ελέγχων επί των τιμών είναι συζητήσιμη |
    • ο πατέρας του Γ. φημιζόταν για τη διδαχτική του ~ (Valetas) |
    • με τη βελτίωση αυτή θα έχουμε ανώτερη ~ και γενικά μεγαλύτερη παραγωγικότητα (Angelop) |
    • η κυβέρνηση υπέχει ευθύνη για την ~ της λειτουργίας των μέσων μεταδόσεων (Peponis)

[fr kath (neol) αποδοτικότης, der of αποδοτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες