Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδοτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδοτικά [apo∂otiká] adv (L)
  • ① productively, profitably (syn παραγωγικά):
    • τα χρήματα ξοδεύονται ~ |
    • περνώ τις ώρες μου ~ |
    • εργάστηκε γόνιμα και ~ |
    • εκμεταλλεύεται αποδοτικότερα τη γη και τα προϊόντα της (Panagiotop)
  • ② effectively, efficiently (syn αποτελεσματικά):
    • βοηθώ ~ |
    • διδάσκει μεθοδικά και ~ |
    • οι Δυτικογερμανοί συνεισφέρουν ~ στην άμυνα της Eυρώπης |
    • αρκετά από τ' αλιευτικά πλοιάρια χρησιμοποιήθηκαν ~ στο απελευθερωτικό έργο (Zappas)

[der of αποδοτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες