Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδιαφώτισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδιαφώτισμα [apo∂jafótizma] το, (& Kazantz ποδιαφώτισμα) region. (Crete)
  • light of dawn, morning twilight (syn L λυκαυγές):
    • το ~ κούρνιασε στη σκεπή της εκκλησιάς (Prevelakis) |
    • poem τα πρώτα αχνά ποδιαφωτίσματα ροδόγλειφαν τις πέτρες (Kazantz Od 23.624)

[fr postmed (Somavera, Du Cange) αποδιαφώτισμα, der of αποδιαφωτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες