Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαρθρωτής [apo∂iarθrotís] ο, (L)
- one who disarticulates or disorganizes:
- η γραφή δρα όχι σα δούλος της γλώσσας αλλά σαν ~ της συνενοχής του σημαίνοντος με το σημαινόμενο (Dizikirikis)
[fr kath (neol) αποδιαρθρωτής, der of αποδιαρθρώ (-όω)]
- one who disarticulates or disorganizes:



