Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιαλεγούδι το [apoδjaleγúδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πράγμα άχρηστο, σκάρτο ή κατώτερης ποιότητας, οτιδήποτε απομένει μετά το ξεδιάλεγμα· αποδιάλεγμα2: M΄ άφησες τα αποδιαλεγούδια.
[αποδιαλέγ(ω) -ούδι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαλεγούδι [apo∂jaleγú∂i] το, s. αποδιάλεγμα 2
- :
- gnom όποιος πολύ διαλέγει, στ' αποδιαλεγούδια μένει he who is very picky is left w. the left-overs |
- poem του κόσμου τ' απορρίμματα | και τ' αποδιαλεγούδια (Palam)
[der of αποδιαλέγω w. suff -ούδι; cf αποφαγούδι]



