Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεξαμενισμός [apo∂eksamenizmós] ο, (L) naut
- getting (a ship) out of the basin or dock, undocking (ant δεξαμενισμός)
[fr kath (neol) αποδεξαμενισμός, cpd w. δεξαμενισμός]



