Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδελτίωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδελτίωση η [apoδeltíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδελτιώνω.

[λόγ. αποδελτιω- (δες αποδελτιώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδελτίωση [apo∂eltíosi] η, (L)
  • cataloging or excerpting (on cards or slips), card-indexing, excerption, listing:
    • το νέο στοιχείο που μπαίνει στη έννοια του ταξιδιού είναι η ~, η λεπτομερής καταγραφή των παρατηρήσεων (Papanoutsos)

[fr kath (neol) αποδελτίωσις, der of αποδελτιώ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go