Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεκατισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεκατισμένος, -η, -ο [apo∂ekatizménos]
  • having suffered heavy casualties, decimated (syn δεκατισμένος):
    • αποδεκατισμένοι επαναστάτες |
    • αποδεκατισμένο τάγμα, χωριό |
    • ένας ολόκληρος κόσμος βρέθηκε τρισάθλιος κι ~ στα χώματα της ελεύθερης πατρίδας (MMerlier)

[fr postmed (Somavera) αποδεκατισμένος, ppp of αποδεκατίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες