Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεκατισμένος, -η, -ο [apo∂ekatizménos]
- having suffered heavy casualties, decimated (syn δεκατισμένος):
- αποδεκατισμένοι επαναστάτες |
- αποδεκατισμένο τάγμα, χωριό |
- ένας ολόκληρος κόσμος βρέθηκε τρισάθλιος κι ~ στα χώματα της ελεύθερης πατρίδας (MMerlier)
[fr postmed (Somavera) αποδεκατισμένος, ppp of αποδεκατίζω]
- having suffered heavy casualties, decimated (syn δεκατισμένος):



