Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικτικότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικτικότητα [apo∂iktikótita] η, (L)
  • demonstrativeness, probativeness:
    • η θεωρητική τεχνική στήνει εμπρός της ως πρότυπο τη μαθηματική ~ (Georgoulis) |
    • η συμβολή του στην αποτίμηση των λογοτεχνικών αξιών πραγματοποιείται με το στοιχείο της αποδεικτικότητας (Chatzinis)

[fr kath αποδεικτικότης, der of αποδεικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες