Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεικτικότητα [apo∂iktikótita] η, (L)
- demonstrativeness, probativeness:
- η θεωρητική τεχνική στήνει εμπρός της ως πρότυπο τη μαθηματική ~ (Georgoulis) |
- η συμβολή του στην αποτίμηση των λογοτεχνικών αξιών πραγματοποιείται με το στοιχείο της αποδεικτικότητας (Chatzinis)
[fr kath αποδεικτικότης, der of αποδεικτικός]
- demonstrativeness, probativeness:



