Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεικτική [apo∂ikticí] η, (L) philos
- method of apodictic reasoning, argumentation (syn επιχειρηματολογία):
- άμεση, έμμεση ~
[fr kath αποδεικτική (sc μέθοδος), substantiv. f of αποδεικτικός]
- method of apodictic reasoning, argumentation (syn επιχειρηματολογία):



