Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικτική
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικτική [apo∂ikticí] η, (L) philos
  • method of apodictic reasoning, argumentation (syn επιχειρηματολογία):
    • άμεση, έμμεση ~

[fr kath αποδεικτική (sc μέθοδος), substantiv. f of αποδεικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες