Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεδειγμένως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεδειγμένως [apo∂e∂iγménos] adv (L) = αποδεδειγμένα
:
  • υπάρχει ~ επιχειρηματικό πνεύμα ικανό να αναλάβει κινδύνους (Angelop, adapted) |
  • ένας δημοσιογράφος άξιος του ονόματός του δεν κάνει κριτικές ~ καθ' υπαγόρευσιν για χρηματισμό (Athanasiadis-N)

[fr kath αποδεδειγμένως ← MG (Cyrill, 5th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες