Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεδειγμένως [apo∂e∂iγménos] adv (L) = αποδεδειγμένα
- :
- υπάρχει ~ επιχειρηματικό πνεύμα ικανό να αναλάβει κινδύνους (Angelop, adapted) |
- ένας δημοσιογράφος άξιος του ονόματός του δεν κάνει κριτικές ~ καθ' υπαγόρευσιν για χρηματισμό (Athanasiadis-N)
[fr kath αποδεδειγμένως ← MG (Cyrill, 5th c. AD)]



