Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδένδρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδένδρωση [apo∂én∂rosi] η, (L)
  • destruction or cutting down of trees (near-syn αποψίλωση):
    • παρατηρήθηκε μια περίπτωση αποδένδρωσης στην περιοχή

[fr kath (neol) αποδένδρωσις, der of *αποδενδρώ; cf K ἀποδενδροῦμαι 'to turn or grow into a tree']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες