Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογυμνωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογυμνωμένος, -η, -ο [apoyimnoménos] (L)
  • ① bare, stripped, naked (syn γυμνωμένος, ξεγυμνωμένος):
    • ζητάει κουβέρτες, για να σκεπαστούν οι απογυμνωμένοι αλεξιπτωτισταί του (ChZalokostas)
  • ⓐ having lost one's covering, laid bare, stripped:
    • απογυμνωμένο δέντρο |
    • υψώνονται αντίκρυ μας απότομοι βράχοι, απογυμνωμένοι από τις βροχές αιώνων (Ouranis)
  • ② fig divested or devoid of (an attribute, right etc), stripped, denuded (syn γυμνωμένος, near-syn αποστερημένος):
    • ~ από πίστη, από ψευδαισθήσεις |
    • αριστοκρατία απογυμνωμένη από εξουσία |
    • έρωτας ~ από σεξ |
    • ο χοντροβασιλιάς φαίνεται ~ από τη δήθεν μεγαλοπρέπειά του (Dizikirikis) |
    • η ηθική του K. είναι μια ηθική απογυμνωμένη από την ευαγγελική καλοσύνη (Thrylos)

[ppp of απογυμνώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες