Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογοητευμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογοητευμένος [apoγoitevménos] (also απαγοητευμένος & απογοητεμένος)
  • disappointed, frustrated, disillusioned, disenchanted, let-down (near-syn απελπισμένος2, αποκαρδιωμένος):
    • ~ λαός, απογοητευμένη σύζυγος, απογοητευμένα νιάτα |
    • ολότελα, φανερά ~ |
    • ~ από τις αποτυχίες, από τη ζωή |
    • είμαι ~ μαζί σου I am disappointed in you |
    • ~ από τους κύκλους της πολιτικής, αποτραβήχτηκε σ' ένα μοναστήρι (Tatakis) |
    • ένας απογοητεμένος νέος, που τον άφησε η μνηστή του, κάνει την γνωριμία μιας απογοητευμένης γυναίκας κλ (Athanasiadis-N)

[fr kath απογοητευμένος, ppp of απογοητεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες