Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογοητευμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογοητευμένα [apoγoitevména] adv (& απογοητεμένα) (L)
  • in a disappointed or disillusioned manner, disappointedly, low-spiritedly (near-syn απελπισμένα):
    • όταν τον ρώταγαν γιατί δε δούλευε, αποκρινόταν ~ |
    • "μπορεί να κάνει τίποτα ο κακότυχος;" (Charis) |
    • ήρεμα, απογοητεμένα παραδέχθηκε ο Ίψεν την ανάγκη να ανεχθεί τις μικρές ψυχές (Thrylos)

[der of απογοητευμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες