Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απογευματινή
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απογευματινή η· απογιοματινή.
  • Tο διάστημα μετά το μεσημέρι έως τη δύση του ήλιου:
    • (Eρωτόκρ. B´ 663).

[θηλ. του επιθ. απογευματινός ως ουσ. T. απογεματινή σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go