Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογεματινό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινό [apoyematinó] το, (& L απογευματινό)
  • ① afternoon (syn in απόγεμα):
    • καταντούν τα κυρακάτικα απογευματινά από τα οχληρότερα της ζωής μου (Palam)
  • ② afternoon snack:
    • έφαγε ένα γιαούρτι για ~
  • ⓐ in pl απογεματινά τα, daytime clothes:
    • δε χρειάζονταν τουαλέτες· θα βγαίναν με τ' απογευματινά, ένα πουλόβερ κλ (Tsirkas)

[substantiv. n of απογεματινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινός, -ή, -ό [apoyematinós] (& L απογευματινός)
  • ① of, or occurring in, the afternoon (syn απογεματιανός):
    • ~ ήλιος, απογεματινή λιακάδα |
    • ~ καφές, περίπατος, ύπνος |
    • απογεματινό αεράκι, τρένο |
    • απογευματινή αργία, εφημερίδα, παράσταση, συναυλία |
    • journ απογευματινός τύπος, afternoon press |
    • απογεματινό φύλλο afternoon paper
  • ② functioning in the (late) afternoon:
    • τα (ελληνικά) απογεματινά σχολεία (στις HΠA) λειτουργούν σε μετασχολικές ώρες (Theotokas)
  • ⓐ attending school in the afternoon (ant πρωινός):
    • την άλλη βδομάδα είμαστε απογευματινοί στο σχολείο

[fr kath απογευματινός and the form -γεματινός fr postmed *απογεματινός (cf Erotokr απογιοματινή), der of απόγεμα w. suff -ινός; cf αυρινός, βραδινός; suff -νός in πρωινός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες