Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογεματινή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογεματινή [apoyematiní] η, (& L απογευματινή)
  • ① afternoon (syn απόγεμα):
    • μια μαγευτική ~ του καλοκαιριού ο καφές και η λιμνούλα του φανήκανε παραδεισένια (Psichari) |
    • η ειδυλλιακή χρονιά, που είχα όλες μου τις απογευματινές στη διάθεσή μου, πέρασεν (Palam)
  • ② afternoon social gathering or party (syn απογεματιανή 2):
    • μουσική, φιλολογική απογευματινή |
    • η κυρία M. δεχόταν στις απογεματινές της (Palam)
  • ⓐ theat afternoon performance, matinee (ant βραδινή):
    • η απογευματινή αρχίζει στις δύο |
    • προτιμούμε τις απογεματινές γιατί το εισιτήριο είναι φτηνότερο

[substantiv. f of απογεματινός; cf Koumanoudis s.v. απογευματινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες