Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απογειώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογειώνω [apojióno] -ομαι Ρ1 : για αεροσκάφος, το απομακρύνω από το έδαφος, υψώνοντάς το στον αέρα. ANT προσγειώνω: Tον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον πρώτο διάδρομο. Tο αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. || Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.

[λόγ. απογει(ώ) -ώνω < ελνστ. ἀπόγει(ος) `απομακρυσμένος απο τη γη΄ (αρχ. σημ.: `απόγειος΄) > -ώνω κατά το αντ. προσγειώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go