Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογειώνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απογειώνομαι [apoyiónome] (& kath απογειούμαι, 3sg απογειούται) ipf απογειωνόμουν, aor απογειώθηκα (subj απογειωθώ), pf & plupf έχω-είχα απογειωθεί (L)
  • ① leave the ground, take off, start flying (ant προσγειώνομαι):
    • το αεροπλάνο απογειώνεται |
    • θα απογειωθούμε σε μια ώρα |
    • καταδιωκτικά απογειώθηκαν εσπευσμένα |
    • νευρικά απογειώνεται η ακρίδα (Zappas)
  • ② fig take off, rise (near-syn ανυψώνομαι):
    • η συνείδηση απογειώνεται από το επίπεδο της συνθετικής αντίληψης κλ (Papanoutsos) |
    • οι φιλοδοξίες του δε θ' απογειωθούν σε τόσα ύψη (Palaiologos, adapted)

[fr kath (neol) απογειούμαι, der of απόγειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες