Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απογαλακτισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογαλακτισμός ο [apoγalaktizmós] Ο17 : (λόγ.) διακοπή του θηλασμού: Bίαιος ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπογαλακτισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογαλακτισμός [apoγalaktizmós] ο, (L)
  • cessation of breastfeeding, ablactation, weaning (syn απογαλάκτιση):
    • ο ~ στο παιδί είναι πάντοτε επώδυνος (Katsigra, adapted)

[fr kath απογαλακτισμός ← PatrG ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go