Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβουτύρωση η [apovutírosi] Ο33 : η αφαίρεση του βούτυρου που εμπεριέχεται στο γάλα και στα παράγωγά του.
[λόγ. αποβουτυρω- (δες αποβουτυρώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβουτύρωση [apovutírosi] η, (L)
- separation of the cream by skimming or (usu) the butterfat by churning
[neol, fr kath αποβουτύρωσις, der of αποβουτυρώ (-όω)]



