Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβλακωμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποβλακωμένα [apovlakoména] adv (L)
  • in a stupefied or bewildered state:
    • το κορμί της Pίτας τιναζόταν ρυθμικά ..· "τη χάνω!" φώναζε η μάνα της κοιτάζοντας ~ τον Π. (Terzakis)

[der of αποβλακωμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες