Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποίκιση η [apíkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποικίζω· αποικισμός· (πρβ. αποίκηση): H ~ της Aμερικής από τους Iσπανούς.
[λόγ. < ελνστ. ἀποίκι(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποίκιση [apícisi] η, (L)
- establishment of a colony, colonization, settlement (syn αποικισμός, near-syn αποικιοποίηση):
- την ~ της Mυκόνου από τους Ίωνες αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Varelas) |
- το γεγονός της αποίκισης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για χαλάρωση των δεσμών με την παράδοση (Malevitsis)
[fr kath αποίκισις ← K]
- establishment of a colony, colonization, settlement (syn αποικισμός, near-syn αποικιοποίηση):



