Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποίκηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποίκηση η [apíkisi] Ο33 : η ενέργεια του αποικώ· μετανάστευση· (πρβ. αποίκιση): H ~ των Iσπανών στην Aμερική.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἀποίκησις < ἀποικη- (ἀποικῶ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες