Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλώστρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλώστρα η [aplóstra] Ο25 : απλή κατασκευή για το άπλωμα και το στέγνωμα των ρούχων που αποτελείται συνήθ. από σχοινιά τεντωμένα σε πασσάλους ή σε ειδικά στηρίγματα: Πτυσσόμενες απλώστρες για εσωτερικούς χώρους.

[απλωσ- (απλώνω) -τρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλώστρα [aplóstra] η,
  • ① place or construction used for spreading or hanging out fruit or laundry (to dry) (syn απλωταριά 1):
    • απλώνω σταφίδες, σύκα στην ~ |
    • poem αέρας ..| κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια | φουσκώνει ασπρόρουχα (Theodorou)
  • ② weav rod serving to spread the warp threads, leash rod

[der of απλώνω (aor stem απλωσ-) w. suff -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go