Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλωτός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απλωτός, επίθ.
  • Aπλωμένος· μακρύς:
    • τράπεζαι … απλωταί (Bίος Aλ. 5241
    • ακρωτήρι απλωτόν και χαμηλόν (Πορτολ. Β 3117).

[<απλώνω. H λ. τον 7. αι. (Lampe) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλωτός -ή -ό [aplotós] Ε1 : (οικ.) που είναι απλωμένος, ξεδιπλωμένος, τεντωμένος: Πετούσε με τα φτερά απλωτά. Mε απλωτές δρασκελιές έφτασε στη γωνιά του δρόμου, με μεγάλες και γρήγορες. || (ως ουσ.) η απλωτή, συνήθ. πληθ., στην κολύμβηση, ελεύθερη κίνηση των χεριών παράλληλη με το σώμα: Kολυμπούσε με γρήγορες απλωτές. Mε μερικές απλωτές έφτασε στην απέναντι όχθη. απλωτά ΕΠIΡΡ απλωμένα, όχι σε σωρό: Έβαλα τα σύκα ~.

[μσν. απλωτός < απλώ(νω) -τός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλωτός, -ή, -ό [aplotós]
  • ① spread, unfolded, unfurled, open (syn απλωμένος 1):
    • απλωτά πανιά, φτερά, χαλιά |
    • απλωτά μαλλιά loose hair (near-syn άπλεχτα μαλλιά) |
    • του κρεμάσαν απλωτό στη ράχη το παρδαλό γιδοτόμαρο (Dimas) |
    • τα τσαντίρια μας ήταν απλωτά, ορθάνοιχτα (Sfakianakis)
  • ⓐ spread open, open, widespread:
    • γίδα με απλωτά κέρατα |
    • τον φασκέλωνε με απλωτές μούντζες (Chatzigiannis) |
    • poem τα παγόνια μ' απλωτές ουρές θ' αργοπετούνε (Myrtiotissa) |
    • βαστάει τσ' αγκάλες απλωτές και ..| .. τ' αχνά της χείλη ανοίγει (Markoras)
  • ⓑ spread out, dispersed, diffused (syn απλωμένος 1b):
    • ο ήλιος έπεφτε ~ δίπλα στις πασχαλιές (KPolitis) |
    • ο Descartes παραδέχτηκε την έκταση, την απλωτή ουσία, που είναι η βαθύτερη ιδιότητα του υλικού κόσμου (Theodoridis) |
    • poem τα χηρεμένα λιακωτά απλωτά στον κάμπο ν' αγναντέψει (Kazantz Od 19.1081) |
    • το γνώρισα απ' το λίγο φως | κι από την άγια τη σιωπή | που ήτανε γύρω του απλωτή (Myrtiotissa)
  • ② extensive, expanded, wide, broad, sprawling (syn απλωμένος 2):
    • ~ βράχος, γιαλός, κόλπος |
    • απλωτή αμμουδιά, θάλασσα, πεδιάδα |
    • απλωτό βουνό, κύμα |
    • γεμάτη κι απλωτή κοπέλα |
    • δέντρο με απλωτά κλαδιά |
    • πατήσανε τις μεγάλες απλωτές πλαγιές με τα κεφαλοχώρια (Petsalis) |
    • poem .. σε βαθιές πεδιάδες | είχε αναπέψει τη ματιά και σ' απλωτά ποτάμια (Sikel)
  • ⓒ not sharp or deep, wide, broad (near-syn πλατύς):
    • απλωτή καμπύλωση, κίνηση, σύνθεση |
    • απλωτό πιάτο, ταψί shallow dish-pan (syn ρηχό) |
    • ο δρόμος κατεβαίνει με απλωτές στροφές (Varelas)
  • ⓓ flat (syn L επίπεδος):
    • απλωτή επιφάνεια |
    • αυτός θα μου ειπεί αν η γη είναι απλωτή ή στρογγυλή (Theodorakop, transl of Plato)
  • ③ outstretched, extended (syn απλωμένος 3):
    • γόνατα, δάχτυλα απλωτά |
    • ο κολυμπητής σμίγει απλωτά τα χέρια και ρίχνεται στη θάλασσα (Kazantz) |
    • κάθεται προς τα δεξιά με απλωτά σταυρωμένα τα πόδια (Brouskari) |
    • poem .. με απλωτό λαιμό ο λιονταρονούσης | βουβός περίγυρά του κόχευε (Kazantz Od 8.148)
  • ⓔ w. one's limbs spread apart, sprawled (near-syn ξαπλωτός, ant μαζεμένος):
    • poem .. αυτόν τον παρατούσε | στον κουρνιαχτό απλωτό ταπίστομα (Homer Il 24.18 Kaz-Kakr) |
    • και χαίρουντα ~ να του χτυπάει το τρανταχτό τραγούδι (Kazantz Od 8.640)
  • ⓕ taken w. one's legs stretched, big (syn ανοιχτός 5e, μεγάλος):
    • περπατούν βιαστικά με βίαιο, απλωτό βήμα (Kazantz) |
    • μ' απλωτές δρασκελιές πήγε ως την αγκωνή της μάντρας (Petsalis)

[fr postmed (Somavera), MG (10th c. +) απλωτός ← PatrG (7th c.), der of ἁπλῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες