Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλωταριά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απλωταριά [aplotarjá] η,
  • ① = απλώστρα 1:
    • έκανε μιαν ~ από βέργες
  • ② balcony, gallery, veranda (syn εξώστης L, μπαλκόνι, χαγιάτι):
    • αψηλώνει το οβριόπουλο στην άκρη της απλωταριάς να μάσει ένα τσαμπί και πέφτει αποκεί που 'λειπε το κάγκελο (Papatsonis)

[fr MG απλωταρέα, f of απλωτάρις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go