Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλωτή [aplotí] η, usu pl απλωτές
- overarm (swimming) stroke, crawl stroke (syn οργιά):
- τραβώ απλωτές |
- με λίγες απλωτές βρίσκεται ο κολυμβητής στην ακτή (Varelas)
[substantiv. fr απλωτή κίνησις; cf K κυκλωτή 'κυκλική κίνησις']
- overarm (swimming) stroke, crawl stroke (syn οργιά):



