Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλωτή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απλωτή [aplotí] η, usu pl απλωτές
  • overarm (swimming) stroke, crawl stroke (syn οργιά):
    • τραβώ απλωτές |
    • με λίγες απλωτές βρίσκεται ο κολυμβητής στην ακτή (Varelas)

[substantiv. fr απλωτή κίνησις; cf K κυκλωτή 'κυκλική κίνησις']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες