Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απλωτά, επίρρ.
-
- Σε έκταση:
- να ’χει απλωτά τας χείρας της (Λόγ. παρηγ. L 661).
[<επίθ. απλωτός. H λ. και σήμ.]
- Σε έκταση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλωτά [aplotá] adv
- fanwise:
- τη βρήκα να γράφει σ' ένα πλήθος φακέλους που ήταν σκορπισμένοι ~ γύρω (Terzakis) |
- μια μεγάλη φούντα έπεφτε ~ πάνω στον ώμο (Petsalis) |
- πήρε στη χούφτα του λίγο νερό και το 'ριξε ~ χάμω (id.) |
- poem κι ολόρθο τ' όραμα άνοιγε ~ στον ήλιο την ουρά του (Kazantz Od 14.1317)
[fr MG (Kriaras' Lex) απλωτά, der of απλωτός]
- fanwise:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλωταριά [aplotarjá] η,
- ① = απλώστρα 1:
- έκανε μιαν ~ από βέργες
- ② balcony, gallery, veranda (syn εξώστης L, μπαλκόνι, χαγιάτι):
- αψηλώνει το οβριόπουλο στην άκρη της απλωταριάς να μάσει ένα τσαμπί και πέφτει αποκεί που 'λειπε το κάγκελο (Papatsonis)
[fr MG απλωταρέα, f of απλωτάρις]
- ① = απλώστρα 1:



