Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλούστευση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλούστευση η [aplústefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλουστεύω. 1. η μετατροπή σύνθετου ή πολύπλοκου σε απλό ή απλούστερο· η απλοποίηση: H έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού επέβαλε την ~ της εργασίας. Ο νόμος προβλέπει την ~ του φορολογικού συστήματος. 2. απλοϊκή, αφελής παρουσίαση απόψεων, κρίσεων κτλ.: Παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και γι΄ αυτό καταλήγει σε επικίνδυνες απλουστεύσεις.

[λόγ. απλουστεύ(ω) -σις > -ση απόδ. γαλλ. simplification]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλούστευση [aplústefsi] η, gen απλούστευσης & απλουστεύσεως, (L)
  • act, process or result of making simpler, simplification (syn απλοποίηση):
    • συστηματική ~ |
    • ~ της διαδικασίας, της θεωρίας, της ορθογραφίας |
    • η κατάργηση του χαρτοσήμου θα εξασφαλίσει οικονομία, ~ και συντόμευση (PSolomos) |
    • κάθε προσπάθεια απλουστεύσεως της γλώσσας χαρακτηριζόταν σαν κομμουνιστική δολιοφθορά |
    • το ορθό στην πολιτική δε βρίσκεται στις μεγάλες απλουστεύσεις των πολιτικών ιδεών (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απλούστευσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go