Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απλούμιστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει «πλουμιά», αστόλιστος:
- απλούμιστον οχ τους ανθούς το τρυφερόν λιβάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [164]).
[<στερ. α‑ + πλουμίζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που δεν έχει «πλουμιά», αστόλιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλούμιστος -η -ο [aplúmistos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν έχει πλουμίδια, που δεν είναι πλουμισμένος· ακέντητος: Aπλούμιστο φουστάνι.
[μσν. απλούμιστος < α- 1 πλουμισ- (πλουμίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλούμιστος, -η, -ο [aplúmistos]
- not decorated w. tinsel, not sparkling, undecorated, unembellished (ant πλουμισμένος, πλουμιστός):
- απλούμιστο μαντήλι |
- poem .. χρυσίζει | το απλούμιστο κορμί του και ροδίζει, | τα λέπια ως βγούνε (Mammelis)
[fr postmed απλούμιστος, cpd w. πλουμιστός]
- not decorated w. tinsel, not sparkling, undecorated, unembellished (ant πλουμισμένος, πλουμιστός):