Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλοϊκότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλοϊκότητα η [aploikótita] Ο28 : η ιδιότητα του απλοϊκού· η αφέλεια στη σκέψη και στη συμπεριφορά.

[λόγ. απλοϊκ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλοϊκότητα [aploikótita] η, (L)
  • ① lack of sophistication, simple-mindedness, naïvety, innocence (syn αγαθοσύνη 2, απλότητα 3, αφέλεια):
    • απέραντη, ειδυλλιακή, παιδική ~ |
    • ~ που αγγίζει τα όρια της κουταμάρας |
    • θαυμάζω την απλοϊκότητά του |
    • χαμογελά για την ~ της ψυχής του να ελπίζει (Kazantz) |
    • ρωτούμε με την ~ του αμύητου (Palaiologos) |
    • τους παλαιότερους καιρούς από ~ τους φανταζόμαστε παραδεισιακούς (Papanoutsos) |
    • η απλοϊκότητά τους απορρέει από την άγνοια (Ouranis)
  • ② artlessness, simplicity, naïvety:
    • η ~ του φιλοσοφικού συστήματος του X. |
    • οι εργάτες του ιερατικού τύπου της ζωγραφικής είναι σοφοί στην απλοϊκότητά τους (Kanellop, adapted) |
    • η ~ του έργου και της σκηνοθεσίας κατέπλησσε αλλά δε συγκινούσε (Athanasiadis-N)
  • ⓐ artless practice:
    • με τέτοιες απλοϊκότητες ο μυθιστοριογράφος δεν μπορεί να προχωρήσει (Sachinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απλοϊκότης, der of απλοϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες