Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλοχωριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλοχωριά η [aploxorjá] Ο24 : άνεση χώρου, ευρυχωρία, άπλα: Yπάρχει μεγάλη ~ στο σπίτι μας. Πάμε εκεί που έχει ~.

[μσν. απλοχωριά < απλόχωρ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
απλοχωριά η.
  • 1) Eυρυχωρία, απόσταση:
    • (Πεντ. Γέν. XXXII 17).
  • 2) Aνακούφιση:
    • είδεν ο Φαρώ ότι ήτον απλοχωριά και εβάρυνεν την καρδιά του (αυτ. Έξ. VIII 11).

[<επίθ. απλόχωρος + κατάλ. ιά. H λ. στο Du Cange (λ. ρος) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλοχωριά [aploxorjá] η,
  • ① room, roominess, elbowroom (syn άπλα 1, ευρυχωρία):
    • αίσθηση, έλλειψη απλοχωριάς |
    • ζουν με ~ |
    • ήρθανε στο καινούργιο σπίτι κ' είχανε ~ μεγάλη (Petsalis) |
    • οι κοινόχρηστοι χώροι αναπτύχθηκαν στο ισόγειο με άνεση και ~ εκπληκτική (DVasileiadis) |
    • poem θα σηκωθώ, και θέλω ~ ν' ακρογιαλοχορέψω (Kazantz Od 1.44)
  • ② spaciousness, openness, broadness (syn ανοιχτοσύνη 1):
    • η ~ του τοπίου |
    • είχε διαλέξει ετούτη τη μεριά γιατί είχε ~ και θάλασσα (Vlami) |
    • poem μας έθρεφε η ~ του πελάγους (Papatsonis)
  • ⓐ open space, expanse (syn ανοιχτοσύνη 1):
    • στα χαμηλά και στις απλοχωριές υπάρχουν λαχανόκηποι (Varelas) |
    • ο κάμπος ξετυλίγει την ~ του στο διάστημα (Panagiotop) |
    • poem ατέλειωτη τραβάει μια στράτα, | σκίζει μια χέρσα ~ (Palam) |
    • λεύτερο το μάτι ζώνει | την κρύα, γαλάζια ~ (Agras)
  • ③ breadth, range, scope (syn άπλα 3, ant στενότητα):
    • πνευματική ~ |
    • η ποίηση του B. ξεφεύγει από μια έκφραση κλασικά αναλυτική μ' όλη την ~ της (Spandonidis)

[fr postmed (16th c.) απλοχωριά ← MG απλοχωρία (so Pontic, Megara etc), der of απλόχωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες